καπηλοδύτης

καπηλοδύτης
καπηλοδύτης
tavern-haunter
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καπηλοδύτης — καπηλοδύτης, ὁ (Α) αυτός που σύχναζε σε καπηλειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπηλεῖον + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο δύτης, τρωγλο δύτης] …   Dictionary of Greek

  • καπηλοδύτας — καπηλοδύτᾱς , καπηλοδύτης tavern haunter masc acc pl καπηλοδύτᾱς , καπηλοδύτης tavern haunter masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλοδυτώ — καπηλοδυτῶ, έω (Α) [καπηλοδύτης] συχνάζω στα καπηλειά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”